ΟΡΘΡΟΣ ΤΟΥ ΛΥΚΑΙΟΥ
Ιστορικά Μητροπόλεως Τριφυλίας και Ολυμπίας
(Από το βιβλίο του Παναγιώτη Χ. Χαραλαμπόπουλου:
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΦΗΜΕΡΙΩΝ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
ΤΡΙΦΥΛΙΑΣ ΚΑΙ ΟΛΥΜΠΙΑΣ ΕΤΟΥΣ 1835, Αθήνα 2010)
ΜΕΡΟΣ Α΄.
1. Γενικά -
΄Εδρα της Επισκοπής
Η σημερινή Μητρόπολη Τριφυλίας και Ολυμπίας είναι
εκείνη της Χριστιανουπόλεως με ανάλογες κρατικές και εκκλησιαστικές διοικητικές μεταβολές –
διαιρέσεις στους Νομούς Μεσσηνίας,
Ηλείας, Αρκαδίας στο πέρασμα του χρόνου. Δύσκολη είναι η παρακολούθησή της,
όπως ερευνητικά μας την εμφανίζει ο Χιώτης στην καταγωγή Περικλής Ζερλέντης1
(1852-1925). «Η Χριστιανούπολις – γράφει - ως πόλις εν Πελοποννήσω παρ’
ουδενός των συγγραφέων μνημονεύεται, καίτοι τα μέχρι του νυν σωζόμενα ερείπια
του εν κώμη Χριστιάνους ναού κείμενα εν τω πεδίω της Μεγαλοπολίτιδος είναι
βεβαίως του καθολικού της Επισκοπής Μεγαλοπόλεως, περί ου μέχρι του νυν λέγεται
υπό των επιχωρίων «Αγιά Σωτήρα στο Μοριά
κι Αγιά Σοφιά στην Πόλι» δηλωτικόν
της λαμπρότητος του ναού…».
Η εκκλησία αυτή, ως προς το αρχιτεκτονικό της σχέδιο
«είναι απαράλλακτη προς τον της Αγίας
Σοφίας Ναό της Κωνσταντινουπόλεως, εξ ου και το δημώδες δίστιχον», ως άνω, καθώς διαβεβαιώνει και ο Καθηγητής Δημήτριος
Δουκάκης στα «Μεσσηνιακά και ιδία περί Φαρών και Καλαμάτας», (τεύχος Γ΄, 1911).
Συνεχίζοντας ο Ζερλέντης υποθέτει, ότι την Επισκοπή Μεγαλοπόλεως (σήμερα
Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως) διαδέχθηκε η της Χριστιανουπόλεως.
Η Μητρόπολη, λοιπόν, Χριστιανουπόλεως – Τριφυλίας
και Ολυμπίας με πρώτη έδρα της, ως εικάζεται,
την κώμη Χριστιάνοι, σ’ απόσταση πεζή τριών ωρών, περίπου, από την Κυπαρισσία,
ένας όντως ιερός τόπος, επιβλητικός, που αποπνέει φυσική και πνευματική δύναμη
και ξυπνά τις εκκλησιαστικές αισθήσεις μας παλαιοτέρων χρόνων, πήρε τη θέση της
Επισκοπής Μεγαλοπόλεως, προαχθείσα με τον καιρό, πριν του 1082, σε Μητρόπολη
και θρόνο εβδομηκοστό έκτο, κατ’ άλλη έκθεση σε θρόνο εβδομηκοστό όγδοο. Ανασυστήθηκε επί
αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου και πατριάρχη Ιωσήφ το 1283 – 1284. Υπήχθη
και στις Μητροπόλεις Μονεμβασίας, Καλαμάτας, Τριπολιτσάς και Κορίνθου. Ασφαλώς
δεν γνωρίζουμε πότε έγινε Επισκοπή, αφού
δεν αναγράφεται σε κανένα Τακτικό (Notitia).
Ο Καθηγητής Σοφοκλής Δημητρακόπουλος στο
εμπεριστατωμένο έργο του «Ο ΄Αγιος Αθανάσιος Χριστιανουπόλεως – Ιστορική
Βιογραφία, Αθήναι 2002», αναφερόμενος μ’ εμβρυθή γνώση του αντικειμένου στο
ιστορικό της Επισκοπής, μας κατατοπίζει και διαφωτίζει ως προς την έδρα της,
ότι δηλαδή ο τίτλος «Χριστιανουπόλεως»
οδηγεί φυσικά στη Χριστιανούπολη που είναι σήμερα ένα απλό χωριό της επαρχίας
Τριφυλίας (υψόμ. 400 μ.) με λιγοστούς κατοίκους (384) της απογραφής 1991,
φιλόκαλους και φιλόπονους.
Γράφει
συγκεκριμένα «…το σημερινό χωριό Χριστιάνοι, που, με τους παλιούς βατούς
δρόμους απείχε, μέσω Αγριλίου, 3. 35΄ ώρες από την Κυπαρισσία, ενώ σήμερα με
αυτοκινητόδρομο απέχει από τα Φιλιατρά (άλλη μεγάλη πόλη της Τριφυλίας και της
Μεσσηνίας σε υψόμ. 70 μ.) 12 χιλιόμ. Ουσιαστική όμως έδρα της Μητρόπολης,
πρέπει να θεωρήσουμε με ασφάλεια την ανερχόμενη τότε γειτονική κωμόπολη
Κυπαρισσία (Αρκαδία – Αρκαδιά).
Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζεται, και πάλι, η εν λόγω επιστημονική θέση του ως άνω Καθηγητή, Σοφοκλή Δημητρακόπουλου,
σ’ ό, τι αφορά την έδρα της Επισκοπής επί των ημερών του Επισκόπου της Αγίου
Αθανασίου, ο οποίος έκαμε, ως γνωστό,
και καταγραφή των εκκλησιών, μοναστηρίων, ιερέων κ. λ. π.
Αν, λοιπόν,
έδρα στις ημέρες του ήταν οι Χριστιάνοι, τότε, σημειώνει ο Σ. Δ., δεν θα έγραφε
στα σχετικά με τον περίφημο ναό τους, (Μεταμόρφωση του Σωτήρα), πως ήταν « η παλαιά μητρόπολις του Χριαστιανουπόλεως».
Ο συλλογισμός αυτός είναι ασφαλώς
λογικός και ορθός. Πέραν, όμως, τούτου,
σημαντική είναι και η άλλη παρατήρησή
του, πως σύμφωνα με την απογραφή των Βενετών του 1689 επί του Ενετού προνοητή – διοικητή Ιάκωβου
Κόρνερ, όπου συγγεκριμένα τους κατοίκους Αρκαδιάς και Φαναρίου Ολυμπίας απέγραψε
ο ίδιος Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως ΄Αγιος Αθανάσιος, το χωριό Χριστιάνοι
είχε τότε 188 κατοίκους μ’ ένα μόνο ιερέα, τον ιερομόναχο Καλλίνικο, σ’
αντίθεση με την Κυπαρισσία που αριθμούσε 745 κατοίκους και 4 ιερείς από τους
οποίους οι τρεις οφφικιούχοι (οφφικιάλιοι = αξιωματούχοι), δηλαδή, τους
σακελλάριο Πιέρο, τον χαρτοφύλακα Ιωάννη, τον πρωτόπαπα Ηλία και τον ιερομόναχο
Μελέτιο.
Ευκαιριακώς
αναφέρεται ότι ο όλος πληθυσμός της
Μητροπόλεως μεταξύ της απογραφής 1689 και της άλλης απογραφής του 1700 επί του
Ενετού διοικητή της Πελοποννήσου Φραντσέσκο Γκριμάνι ( Francesco Grimmani) κυμαινόταν
μεταξύ των 15.000 – 20. 000 κατοίκων.
Αλλά, προς τούτοις, και στην αναφορά του Βενετού σύνδικου καταστιχωτή
(επιτρόπου κρατούντα τους λογαριασμούς σε κατάστιχα) Μαρίνου Μικιέλ, της 12
Μαΐου 1691 καταγράφεται η Κυπαρισσία ως τόπος διαμονής του Μητροπολίτη. Απ’
εδώ, επόμενο ήταν, να επισκέπτεται και να διαμένει τόσο στη γενέτειρά του
Καρύταινα, όσο και στο Λεοντάρι της Μεγαλόπολης.
Απ’ όσα
αναφέρει ο πρόωρα αποβιώσας καθηγητής αρχαιολόγος Παναγιώτης Βελισσαρίου,
υπηρετήσας ευδοκίμως, ως Λυκειάρχης, και στο ιστορικό Γυμνάσιο Ανδρίτσαινας Ολυμπίας
(έτος πρώτης λειτουργίας του 1889-1890) και στη Δημόσια – «Νικολοπούλεια» Βιβλιοθήκη
του τόπου, ως Διευθυντής της, η ίδρυση της επισκοπής Κυπαρισσίας ανάγεται χρονικώς, «τουλάχιστον στις αρχές του 4ου
π.Χ. αιώνα (300 μ.Χ.)».
Η τόσο ενωρίς
εμφάνισή της δεν πρέπει να μας
εκπλήσσει, γιατί η ιστορία μαρτυρεί ότι οι παράλιες πόλεις δέχθηκαν το
Χριστιανισμό αφ’ ενός μεν λόγω του πολυσύχναστου του τόπου από ξένους εμπόρους,
ταξιδιώτες, εργάτες και γενικά περαστικούς, αφ’ ετέρου εξαιτίας του
ανεπτυγμένου πνευματικού επιπέδου των κατοίκων αυτών των μερών, σ’ αντίθεση βεβαίως
με ορεινούς απομακρυσμένους εκ των κέντρων οικισμούς.
Προς επίρρωση των ανωτέρω καταχωρούμε και όσα ο
πανεπιστημιακός Καθηγητής Εμμανουήλ Ι. Κωνσταντινίδης διαλαμβάνει σε δικό του
σχετικό έργο, ότι δηλαδή
δεν γνωρίζουμε τα της διάδοσης του Χριστιανισμού στην Τριφυλία και
Ολυμπία, δεδομένο όμως θεωρείται πως βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε την ευρεία
εδώ διάδοση του Χριστιανισμού κατά τον Γ΄ αιώνα.
Γράφει ο εν λόγω Καθηγητής, « ο υπό
του Μ. Αθανασίου μνημονευόμενος εν τη προς τας Εκκλησίας Μαρεώτιδος επιστολή,
Αλέξανδρος Cyparensis, δεν
αποκλείεται να ήτο επίσκοπος Κυπαρισσίας (Μεθοδίου Φούγια, Ιστορία της
Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου, Αθήναι 1968, σελ. 134)». Και
συνεχίζοντας λέγει ότι η Κυπαρισσία αναφέρεται κατά τον ΣΤ΄ αιώνα, «εν τη γεωγραφία των Βυζαντινών… Δεν
γνωρίζομεν πότε εγένετο Επισκοπή, διότι εις ουδέν «Τακτικόν» (Notitia) αναγράφεται
αύτη. Υπήγετο πάντως, ως Επισκοπή της Ελλάδος, υπό τον Κορίνθου (παρβλ. Γ. Ι.
Κονιδάρη, Επίτομος Εκκλησ. Ιστορία της Ελλάδος, εν Αθήναις 1938, σελ. 248-249).
Ευθύς μετά το 733 ιδρύθη ενταύθα αυτοκέφαλος Αρχιεπισκοπή, καταργηθείσα μετά το
807. Εκ της μετά ταύτα επισκοπικής ιστορίας της Κυπαρισσίας ουδέν δυστυχώς
γνωρίζομεν. O Le Quien ουδεμίαν μνείαν
ποιείται της Επισκοπής».
Τα εσχάτως αποκαλυφθέντα παλαιοχριστιανικά
αρχαιολογικά τεκμήρια στην Κυπαρισσία,
άγνωστα και ανεκμετάλλευτα επιστημονικώς προδίδουν την ύπαρξη ακμαίας
οικιστικής εγκατάστασης, αλλά ταυτοχρόνως και την έδρα ομώνυμης επισκοπής, η
οποία πρέπει να υφίστατο μέχρι και την περίοδο του Φωκά (602-610 μ.Χ.) σύμφωνα
με νομισματικό εύρημα. (Πρακτικά Γ΄ Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών Νοέμβριος
1989).
Εδώ ο ως άνω συγγραφέας, Π. Β. αναφέρεται στο έργο του Ν. Κυπαρίσση,
«΄Εκθεσις περί των εν Κυπαρισσία δοκιμαστικών ανασκαφών» (Πρακτ. Αρχαιολ.
Εταιρ. 1911, σ. 250 κ. ε.) και του Γ. Π. Παπαθανασόπουλου, « Αρχαιότητες και
Μνημεία Μεσσηνίας», Αρχαιολ. Δελτίο 17(1961 -1962).
Είναι λοιπόν,
πανθομολογούμενο ότι ολόκληρη η από το κάστρο της «Αρκαδιάς» - Κυπαρισσίας
έκταση ως κάτω τα παράλια αυτής γέμει
πλήθος όχι μόνο αρχαιολογικών, αλλά και παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών
ενδείξεων κι επομένως επιβεβλημένο παρίσται το χρέος της Πολιτείας να συνεχίσει
προσεκτικά τις εργασίες αρχαιολογικής
σκαπάνης.
Θεωρείται ως δεδομένο πλέον ότι η επισκοπή
Κυπαρισσίας δεν εσχόλασε στα επακολουθήσαντα
χρόνια, όπως συνέβη σ’ άλλες Πελοποννησιακές επισκοπές μακριά από τα παράλια,
δεδομένης μάλιστα της οχυρής τοποθεσίας της πόλης, ένεκα και του άνωθεν αυτής κάστρου
της, οπότε αναδείχθηκε καταφύγιο πολυπληθών
ομάδων ανθρώπων από την ενδοχώρα και
αλλαχού.
Για τη θέση της πληροφορούμεθα, από τους νεότερους,
ό, τι σημειώνει ο Jean Darrouzes2: «Αι
υποκείμεναι μητροπόλεις και αρχιεπισκοπαί τω θρόνω της Κωνσταντινουπόλεως. Χριστιανούπολις,
μητρόπολις Πελοποννήσου, 1179, 1276, 1386, 1576,
1676, 1792, 1892,1999,
2147. NOTITIA 21:
Τάξις προκαθεδρίας των οσιωτάτων Πατριαρχών και αι μητροπόλεις και αι αρχιεπισκοπαί,
αι οποίαι ευρίσκονται την σήμερον και είναι υποκείμεναι τη Βασιλίδι Κωνσταντινουπόλει3».
Ο
Πανεπιστημιακός Καθηγητής Γεράσιμος Κονιδάρης απομάκρυνε από το Τακτικό την επισκοπή Κυπαρισσίας στο έργο του οι
μητροπόλεις και αρχιεπισκοπές του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Παρά ταύτα, όμως,
τον ως άνω εξοβελισμό από το Τακτικό, δέχεται την ύπαρξη παλαιοχριστιανικής
επισκοπής στην Εκκλησιαστική του Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Α΄.
Η
Μητρόπολη Χριστιανουπόλεως εκαλείτο και Λεονταρίου και ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης
καλεί «την Μεγαλόπολιν το νυν λεγόμενον
Λεοντάριον». Κατά τον Λήκιο η Μητρόπολη Χριστιανουπόλεως συνέκειτο από τις
περιοχές Φαναρίου (Ολυμπίας), Καρύταινας, Λεονταρίου και ολόκληρη τη δυτική
παραλία του Ιονίου μεταξύ των ποταμών Αλφειού (Ρουφιά) και Λογγοβάρδου4.
Με την έκθεση του 1802 η Μητρόπολη Χριστιανουπόλεως κατατάσσεται στη
δεύτερη τάξη «τρίτη και τριακοστή,
παραμείνασα μέχρι του έτους 1833».
Η σημερινή Μητρόπολη Τριφυλίας και Ολυμπίας,
επαναλαμβάνεται, είναι η παλαιά της Χριστιανουπόλεως. Με τη βοήθεια του
Καθηγητή Σοφοκλή Δημητρακόπουλου, από το
προηγηθέν έργο αυτού, «Ο ΄Αγιος Αθανάσιος Χριστιανουπόλεως - Ιστορική
βιογραφία», βιβλίο παρέχον στον αναγνώστη σημαντική ιστορική και
γεωγραφική περιήγηση επί του θέματος, οριοθετείται σαφώς η πάλαι
ποτε Θεόσωστη αυτή Μητρόπολη, ως εξής:
Ανατολικά: ΄Ανω Καλύβια, Ψάρι (Αρκαδίας) Παύλια,
Βάγκου, Μακρύσι, Μαλλωτά (Τζαπόγια), Ρούτσι (Ανατολικής Φαλαισίας), Πετρίνα,
Σπανέικα – Γιανναίοι (ανατολικά του χειμάρρου Κρανίωνα).
Βόρεια: Επιτάλιο (Αγουλινίτσα - Anguilinitsa = χελόπολη),
Αλφειούσα (Βολάντζα), Καλυβάκια, Πλουτοχώρι (Τόγια), Σέκουλας, Συκές (
Μπελούσι), Θεισόα (Λαύδα), Κοτύλιο (Δραγουμάνου), Καρύταινα, Ελληνικό
(Μουλάτσι).
Νότια: Καμποχώρι (Μεζίνι), Χουντάλου, Παραδείσια,
Δερβένι (Γελαδάρη), Χράνοι (Πυλίας), Κάτω Μέλπεια (Κάτω Γαράντζα), Ηλέκτρα
(Γκλιάτα), Βασιλικό ( Κατζούρα), Μάλθη (Μποντιά), ΄Ανυδρο (Λεσοβίτι),
Χριστιάνοι, Βάλτα και ποτάμι
Λαγκουβάρδος. Οι ιερές Μονές του φαραγγιού του
Λουσίου ανήκαν στη Μητρόπολη Λακεδαιμονίας . (« Δια της Καρύταινας το ριτόριον
δεν εξουσιάζω κανένα μοναστήριον, μόνον ο Λακεδαιμονίας…»).
(Σοφοκλής Δημητρακόπουλος ο. π. σ. 143). Η Χώρα (Λιγούδιστα) στην επισκοπή
Ανδρούσης.
Διακεκριμένος Επίσκοπος Χιστιανουπόλεως υπήρξε ο
γνωστός ΄Αγιος Αθανάσιος5 (με το κοσμικό όνομα Αναστάσιος) Κορφηνός,
από την Καρύταινα της Αρκαδίας. Ανάγλυφη και έντονη ιστορική απεικόνιση της
εξαίρετης αυτής μορφής της Εκκλησίας βρίσκουμε στο ως άνω μνημονευθέν έργο του
Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου, το οποίο κατ’ επανάληψη επικαλούμαστε προς στερέωση
των εκτιθεμένων στην παρούσα εργασία.
Μεγάλη επίσης επισκοπική, εκκλησιαστική φυσιογνωμία
της Μητροπόλεως είναι ο Χριστιανουπόλεως – Τριφυλίας και Ολυμπίας Γερμανός6,
εκ Καλαβρύτων, (1760-1821), ο εθνομάρτυρας
Ιεράρχης, ο οποίος πρόσφερε σημαντικότατες υπηρεσίες στην ανάσταση του Γένους,
τελευτήσας από τις κακουχίες, έγκλειστος στα μπουντρούμια της Τριπολιτσάς μετά
των λοιπών Αρχιερέων και προεστών της Πελοποννήσου, στο γλυκοχάραμα της
λευτεριάς, 21 Σεπτεμβρίου 1821.
Από τις τάξεις του Εφημεριακού Κλήρου της αυτής
τοπικής Εκκλησίας εξέχει ο εθνομάρτυρας,
θρυλικός παπα – Αλέξης (Αλέξης Κανελλετόπουλος, 1751 – 1821), Μοραγιάννης –
Βεκίλης του Μοριά από το χωριό του Λυκαίου Αμπελιώνα που έπεσε κι αυτός στα
κάτεργα της Τριπολιτσάς, σιδηροδέσμιος μπρος στα μάτια των λοιπών
συγκρατουμένων, την ίδια ημέρα με τον Χριστιανουπόλεως Γερμανό Ζαφειρόπουλο.
Ο συνδεσμώτης
του, Μητροπολίτης Αμυκλών και Τριπολιτσάς Δανιήλ Παναγιωτόπουλος, Δημητσανίτης,
στο «Στιχούργημά» του μας δίνει λακωνικότατα την είδηση του θανάτου, ως εξής:
«…Τότε ο
Παπαλέξιος, ψυχή γενναιοτάτη,
ορμητικός,
αψήφιστος, ψυχή ανδρειοτάτη».
( Γ. Π. Κουρνούτου, Το
Απομνημόνευμα, Βασική Βιβλιοθήκη, τόμ. 44, Αθήναι 1953, σσ. 165-181. «Ακρόπολις
Φιλολογική», τόμ. Α΄. 1888/89, σσ. 361 – 363, 375 – 377. Παναγιώτη
Χ.Χαραλαμπόπουλου, ο Παπαλέξης της Ολυμπίας 1751-1821, Αθήναι 1974 σ.47 ).
2. Επισκοπικές περιφέρειες μετά την απελευθέρωση
Το 1833 καταρτίσθηκαν
οι επισκοπικές περιφέρειες του ελεύθερου Βασιλείου της Ελλάδος και με Δ/γμα, η Μητρόπολη Χριστιανουπόλεως
μετονομάστηκε σε Επισκοπή Τριφυλίας έχουσα τις δυο επαρχίες Τριφυλίας και
Ολυμπίας7. Αυτό αναγράφει και ο μνημονευθείς, ως άνω, Καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας του
Πανεπιστημίου Αθηνών Γεράσιμος Κονιδάρης, αναφερόμενος στις Επισκοπές της
Επικράτειας. « Κατά το αυτό έτος (1833) η
Κυβέρνησις προέβη εις την οριστικήν του Κράτους διαίρεσιν εις 10 νομούς,
οίτινες περιέλαβον 40 επαρχίας, την δε 20 Νοεμβρίου ώρισε τας 10 νομίμους
Επισκοπάς, ων την ίδρυσιν είχε προτείνει και η επταμελής Επιτροπεία. Η Εκκλησία
του Βασιλείου περιέλαβεν εν αρχή της
Επαναστάσεως 48 αρχιερατικάς έδρας (μητροπόλεις, αρχιεπισκοπάς και επισκοπάς).
Εξ αυτών 26 ήσαν εν Πελοποννήσω, ήτοι:…ε΄ Χριστιανουπόλεως της και κοινότερον
Αρκαδίας ονομαζομένης ». (Γερασίμου Κονιδάρη, Εκκλησιαστική Ιστορία της
Ελλάδος, εν Αθήναις 1970, τόμ. Β΄, σελ. 239).
Το έτος 1852 ο
Επίσκοπος Τριφυλίας έλαβε και τον τίτλο « Ολυμπίας ».΄Ετσι πλέον έχουμε: «
Επισκοπή Τριφυλίας και Ολυμπίας συγκειμένη εκ των ομωνύμων επαρχιών ».
Από τα πρακτικά
της Ι. Συνόδου: «Ανεγνώσθη έγγραφον του
Υπουργείου από 11 Ιουλίου 1852 και υπ’ αριθ. 2894 (Αριθ. πρωτ. 2620), δι’ ου
ζητείται να γνωμοδοτήση η Σύνοδος περί των εδρών των Επισκοπών. Εκρίθη να
σταλώσιν εις το Υπουργείον τα εξής σεσημειωμένα ονόματα των πόλεων, αίτινες
έσονται έδραι μόνιμοι των Επισκοπών… η της Τριφυλίας και Ολυμπίας η Κυπαρισσία
».
+ Ο Αθηνών Νεόφυτος,
Πρόεδρος
+ Ο Καλαβρύτων Βαρθολομαίος
+ Ο Αιγίνης Σαμουήλ
Ο Σ΄ Νόμος
3. Διάταγμα
΄Οθωνα περί Επισκοπών και Επισκόπων
ΟΘΩΝ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής
και της Γερουσίας
διατάττομεν.
ΤΜΗΜΑ Α΄.
Περί του
αριθμού των Επισκοπών και της διαιρέσεως αυτών.
΄Αρθρον
Α΄. Ο αριθμός των εν τω Βασιλείω Επισκοπών προσδιορίζεται εις εικοσιτέσσαρας.
΄Αρθρον Β΄.
Αι Επισκοπαί εισίν αι εξής…
Εν τω νομώ
Μεσσηνίας:
α.(…).
β.(…)Η
Επισκοπή Τριφυλίας και Ολυμπίας, συγκειμένη εκ των ομωνύμων επαρχιών.
Εν
Αθήναις, τη 9 Ιουλίου 1852.
ΟΘΩΝ
ΣΤΑΥΡΟΣ
ΒΛΑΧΟΣ
Εθεωρήθη
και ετέθη η μεγάλη Σφραγίς του Κράτους.
Εν
Αθήναις, την 10 Ιουλίου 1852
Ο
Επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
Κ.
ΠΡΟΒΕΛΕΓΙΟΣ
4. Πρώτος Επίσκοπος
Πρώτος Επίσκοπος αυτής
χειροτονήθηκε ο Γρηγόριος Ρώτας εκ της νήσου των Κυκλάδων Κέας (Τζιά) (1852),
διάδοχος του Τοποτηρητή Παΐσιου Βυζάντιου, του από Ελαίας (+1849), ο οποίος παρέμεινε στην Επισκοπή ως το έτος
1865, παραιτηθείς, λόγω παθήσεως των οφθαλμών του.
Από τα πρακτικά της Ι. Συνόδου: «Χηρευούσης της Επισκοπής Τριφυλίας και
Ολυμπίας Επισκόπου και συσκέψεως γενομένης περί αξίου και ικανού προσώπου,
εξελέξατο ως τοιούτους τους εξής:
α)τον
Αρχιμανδρίτην Γρηγόριον Ρώταν εκ Κέας, β) τον Αρχιμανδρίτην Αμβρόσιον Ψηλογαλανόπουλον
μέχρι τούδε Γενικόν Επισκοπικόν Επίτροπον Τριφυλίας,
γ)
τον Ιεροδιάκονον Ιωσήφ Μπούρον εκ Μυτιλήνης, Καθηγητήν του εν Ναυπλίω
Γυμνασίου. Εκρίθη, όθεν, κατά το γ΄ άρθρον του Σ΄ νόμου να ζητηθή η Βασιλική
έγκρισις».
+ Ο Αθηνών
Νεόφυτος, Πρόεδρος
+ Ο Κορίνθου Ιωνάς
Ανεγνώσθη έγγραφον του
Υπουργείου8 από 23 Δεκεμβρίου και υπ’ αριθ. 6033 (Αριθ. πρωτ. 3011),
δι’ ου γνωστοποιείται η Βασιλική έγκρισις του Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Ρώτα ως
Επισκόπου Τριφυλίας.
«Εκρίθη να γνωστοποιηθή τούτο εις τον Αρχιμ. Ρώταν και να
προσκληθή δια να δώση σήμερον την διαβεβαίωσιν της παραδοχής, να χειροτονηθή δε
Επίσκοπος την επιούσαν 25 Δεκεμβρίου εις την εν Πειραιεί εκκλησίαν της Αγίας
Τριάδος».
+ Ο Αθηνών Νεόφυτος, Πρόεδρος
+ Ο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Βαρθολομαίος
+ Ο Οιτύλου Προκόπιος
+ Ο Κορίνθου Ιωνάς
Τα Γενικά Αρχεία του
Κράτους πληροφορούν: «Γρηγόριος Ρώτας εκ
Κέας καταγόμενος. Είναι ανεπίληπτος τον βίον, παιδείαν έχει ολίγην. ΄Αλλως
γνωρίζει τα περί την Κυβέρνησιν9 καθήκοντα του Επισκόπου και
επομένως παρέχει ελπίδα ότι δεν θέλει αντιπολιτευθή προς αυτήν, αλλά θέλει την
συνδράμη. Το εξωτερικόν του είναι αξιοπρεπές». Τ’ ανωτέρω από «Σημείωση των
παρουσιασθέντων εις την Α.Μ. τον Βασιλέα Κληρικών10». Ως προς την
αναφερθείσα παραίτηση, λόγω υγείας – γήρατος…(Φ.Ε.Κ.44/ 15 Σεπτεμβρίου 1865).
Την 19 Νοεμβρίου 1852
Με το Β. Δ/γμα της 11ης
Ιουλίου 1856 προσδιορίστηκε ως έδρα του
Τριφυλίας και Ολυμπίας, η Κυπαρισσία11, η οποία ελέγετο και
Αρκαδία. Επίσκοποι και Επισκοπαί: Εν τω
Νομώ Αρκαδίας συνιστώνται Επισκοπαί (…)
Επισκοπή Τριφυλίας, συγκειμένη εκ των επαρχιών Τριφυλίας και Ολυμπίας.
Καθέδρα η Κυπαρισσία12. Το αυτό, βραδύτερα, και με το Δ/γμα του 1900, ως ακολούθως:
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
΄Εχοντες υπ’ όψιν τα άρθρα 13 και 14 του Νόμου ΒΧΔ΄ περί
Διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους, μετά γνωμοδότησιν της Ι. Συνόδου της
Εκκλησίας της Ελλάδος και κατά πρότασιν του Ημετέρου επί των Εκκλησιαστικών και
της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάττομεν τάδε:
΄Αρθρον 1
Ο
αριθμός των Επισκοπών της Εκκλησίας της Ελλάδος ορίζεται εις τριάκοντα και δυο.
΄Αρθρον 2
Αι
Επισκοπαί είναι αι εξής: (…).
κα΄
η Επισκοπή Τριφυλίας και Ολυμπίας, περιλαμβάνουσα τον Νομόν Τριφυλίας και έδραν
έχουσα την Κυπαρισσίαν (…).
Εν
Αθήναις τη 22 Ιανουαρίου 1900
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Ο Υπουργός
Αθ. Ευταξίας
5. Νέα Εκκλησιαστική Διαίρεση της Ελλάδος
Αριθ.πρωτ. 17668/Διεκπ. 14752
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Το Υπουργείον των
Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας
Εκπαιδεύσεως
Προς την Ιεράν Σύνοδον της
Εκκλησίας της Ελλάδος
Τιθεμένου από σήμερον
εν ισχύι του νέου Νόμου περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους, παρακαλούμεν
την Σύνοδον, ίνα μεριμνήση περί μεταθέσεως των εδρών των Επισκοπικών Επιτροπών
εις τας πρωτευούσας των κατά την νέαν διοικητικήν διαίρεσιν Νομών (…).
Την Επισκοπήν Τριφυλίας και Ολυμπίας, έχουσαν ομώνυμον
Επίσκοπον, έδραν την Κυπαρισσίαν και περιλαμβάνουσαν τον Νομόν Τριφυλίας.
Εν Αθήναις τη 15 Νοεμβρίου 1899
Ο Υπουργός
Αθ. Ευταξίας
Μ. Παρίσης
΄Αξιο μνείας τυγχάνει
το Φρούριο της όμορφης Κυπαρισσίας «Αρκαδιάς», ταυτότητα της περιοχής, για το
οποίο ο Πανεπιστημιακός Καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος σημειώνει13:
«Οι Τούρκοι καταστρέφουν τα κάστρα της
Καλαμάτας, Βαρδούνιας, ΄Αργους, Κυπαρισσίας14 Castele Tornese
(Χλεμούτσι) και πολλά άλλα, για να μη χρησιμεύσουν ως καταφύγια των Ελλήνων…». Η Επισκοπή της Χριστιανουπόλεως (Κυπαρισσίας)
περιελάμβανε τότε τμήματα της Ολυμπίας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας, όπως
αποδεικνύεται από τα χωριά τα οποία περιέχονται σε υπηρεσιακά έγγραφα, σχετικές καταστάσεις και εκθέσεις προς τα
διάφορα Υπουργεία, την Ι. Σύνοδο κ.λ.π.
__________________
1.
Περικλή
Ζερλέντη, Αι Μητροπόλεις Χριστιανουπόλεως και ΄Αργους και Ναυπλίας, Αθήναι
1922, (όπου πλούσια βιβλιογραφία περί της Επισκοπής).
2.
Από τους νεότερους βλέπε, Jean Darrouzes, Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Paris 1981).
3.
Darrouzes, ο.π. σ. 420. Γερασίμου
Ι. Κονιδάρη, Αι μητροπόλες και αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και
η «τάξις» αυτών, Αθήναι 1934, σελ. 102. Του Ιδίου, Συμβολή εις την
εισαγωγήν της Εκκλησιαστικής Ιστορίας
της Ελλάδος, εν Αθήναις 1938, σσ.40,76. Του αυτού, Εκλησιαστική
Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Α΄. εν
Αθήναις 1954-1960, σσ. 156-158. Πρβλ. και Παναγιώτη Βελισσαρίου, Παλαιοχριστιανική
επιγραφή Κυπαρισσίας, Πρακτικά Γ΄τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών σπουδών, Αθήναι
1991, ανάτυπο, σσ.407-416, όπου και
σημαντική βιβλιογραφία.
4.
Εκτός του Περικλ. Ζερλέντη, βλέπε, Δημ. Χ. Δουκάκη,
Κατάλογος Μητροπολιτών Χριστιανουπόλεως, Εκκλησιαστικός Φάρος Αλεξανδρείας,
τόμ. Δ΄, έτος β΄, 1909. Του ιδίου, Μεσσηνιακά και ιδία περί Φαρών και
Καλαμάτας, τεύχος Γ΄, 1911. Χριστοφ. Κνήτη, Η Μητρόπολις Χριστιανουπόλεως,
Εκκλησιαστική Αλήθεια, Λ΄, 1910.
5.
Σοφοκλή Γ. Δημητρακοπούλου, Ο ΄Αγιος
Αθανάσιος
Χριστιανουπόλεως – ιστορική βιογραφία, Αθήνα 2002, όπου και πλήρης
βιβλιογραφία. Αρτίωση περί της εκκλησιαστικής προσωπικότητας του
Επισκόπου τούτου στη β΄ συμπληρωμένη έκδοση του ιδίου συγγραφέα,
Ιούνιος 2008.
6.
Κ.Καλαντζή,
Μεγάλες Μορφές, Γερμανός Ζαφειρόπουλος Χριστιανουπόλεως, Αθήνα 1938.
Αρχιμανδρίτη Θεοφίλου Ν. Σιμοπούλου, Μάρτυρες και αγωνισταί ιεράρχαι της Ελληνικής
Εθνεγερσίας 1821-1829, Αθήναι 1971, Χριστιανουπόλεως Γερμανός, σσ. 361-380.
7.
Φ.Ε.Κ.
25/1852.
8.
Ι.Α.Ι.Σ.Πρακτικά της 23 και 24Δεκεμβρίου 1852
9.
Γ.Α.Κ. Οθωνικό Αρχείο, Εκκλησιαστικά, φ. 16.
10.
Ι.Α.Ι.Σ.Πρακτικά Ι. Συνόδου της 12 Ιουλίου
1852.
11.
Στεφάνου
Γιαννοπούλου, Συλλογή εγκυκλίων της Ι. Συνόδου, σ. 57, σημ. 1, σ. 90 και σσ.109-110.
12.
Γ.Α.Κ.
Οθωνικό Αρχείο, Εκκλησιαστικά, φ. 15.
13.
Αποστ. Ε.
Βακαλόπουλου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ΄ , Θεσσαλονίκη 1968, σελ. 53. Πρβλ.
Σάθα, Μνημεία, 6 σελ. 236-239. Στάθη Παρασκευόπουλου, Η Κυπαρισσία (Αρκαδιά)
και η ιστορία των αιώνων της, Κυπαρισσία, 1971,σσ.79-81.
14. Το τοπωνύμιο Κυπαρισσία αφετηριάζεται από τους
προελληνικούς χρόνους. Τα παρατιθέμενα στοιχεία προέρχονται από τα: «Κυπαρισσίας
Ονοματολογικά» του Δικαίου Β. Βαγιακάκου, Επιτ. Γ. Δ/τού Κέντρου Συντάξεως
Ιστορικού Λεξικού Ακαδημίας Αθηνών.Τοιουτοτρόπως, λοιπόν έχουμε: Μηκυναϊκή
εποχή. Στις πινακίδες της Πύλου βρίσκουμε τις λέξεις Kuparisseia – Kuparissioi-Kuparisso, αντίστοιχες στις λέξεις
Κυπαρισσία-Κυπάρισσος-Κυπαρισσήεις. Κατά τους ιστορικούς χρόνους μαρτυρείται το
όνομα πόλεως Κυπαρισσήεις, Cyparissa (Κυπάρισσα) που
σημαίνει πόλη γεμάτη από κυπαρίσσια, η οποία πήρε μέρος στον Τρωϊκό πόλεμο μαζί
μ’ άλλες ομηρικές πόλεις, αφού η ίδια αναφέρεται από τον ΄Ομηρο « εις νεών
κατάλογον» (Β593):
Οι δε Πύλον τ’
ενέμοντο, και Αρήνην ερατεινήν
και Θρύον,
Αλφειοίο πόρον, και εύκτιον Αίπυ,
και
Κυπαρισσήεντα και Αμφιγένειαν έναιον,
και Πτελεόν και
΄Ελος και Δώριον…
Η πόλη αναφέρεται από το Στράβωνα (349), το Στέφανο
Βυζάντιο (395), το Διόδωρο Σικελιώτη, τον Τίτο Λίβιο (32, 21, 23) κ.λ.π. Ο
Μελέτιος (Γεωγραφία, έκδ. Βενετίας 1807, τόμ. Β, σ. 404) σημειώνει : « πόλεις
λοιπόν αρχαίαι της Μεσσηνίας ήσαν μετά την Κυπάρισσον ή Κυπαρισσίαν (την οποίαν
τινές θέλουσιν να είναι η νυν Αρκαδία)». Και ο Παυσανίας (4, 36, 7). Ο Δικαίος
Βαγιακάκος στην ως άνω μελέτη του γράφει ότι το όνομα της Κυπαρισσίας απαντά
για τελευταία φορά στο Συνέκδημο του Ιεροκλέους (535 μ.Χ.) και το 1097
παρουσιάζεται το όνομα Αρκαδία, διατηρούμενο ως τα χρόνια της απελευθέρωσης. Με
το Β. Δ/γμα του ΄Οθωνα (18 Αυγούστου 1835) ιδρύθη ο δήμος Κυπαρισσίας με πρώτο
δήμαρχο τον πρόκριτο, φιλικό και αξιωματικό Ανδρέα Ζαδέ. Το 1836 έχουμε τη
Διοίκηση Τριφυλίας περιέχουσα τις επαρχίες Τριφυλίας και Ολυμπίας με έδρα την
Κυπαρισσία. (Β.Δ. 20-6- (2-7) 1836). Περί διοικητικού διοργανισμού του Κράτους
(ΦΕΚ 28/ 21-6- 1836). Μ. Χουλιαράκη, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή
εξέλιξη της Ελλάδος 1821-1971, Αθήναι 1973, τ. ΑΙ , σ. 109 και σσ.27,119,126,143.Δικαίου
Β. Βαγιακάκου, Κυπαρισσίας ονοματολογικά, Πελοποννησιακά-Πρακτικά Β΄ Τοπικού
Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Αθήναι 1984, σσ. 269-289, όπου πλήρης
βιβλιογραφία. Περί παλαιοχριστιανικής επιγραφής Κυπαρισσίας και μάρτυρα
Ευδοξίου πρεσβυτέρου (μαρτυρήσαντα επί Διοκλητιανού στη Μελιτηνή της Μ.
Ασίας ομού με τους μάρτυρες Ζήνωνα και
Μακάριο – Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 5, 1964 ), κατέχοντα την
όλη εκκλησιαστική οργάνωση της παλαιοχριστιανικής επισκοπής Κυπαρισσίας (Χριστιανουπόλεως-Τριφυλίας
και Ολυμπίας) δίδει επιστημονικές
πληροφορίες ο Παναγ. Βελισσαρίου, Παλαιοχριστιανική επιγραφή
Κυπαρισσίας, Πρακτικά Γ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών (Φιλιατρά -
Γαργαλιάνοι 24 - 26 Νοεμβρίου 1989, Αθήναι 1991, ανάτυπο, σσ. 409-410).
ΜΕΡΟΣ B΄.
Ο
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥ
ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
ΨΗΛΟΓΑΛΑΝΗΣ ( ΨΗΛΟΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ)
Γενικός
Επισκοπικός Επίτροπος Τριφυλίας
και Ολυμπίας 1
(1851)
1.Αφετηρία του Καταλόγου
Ο παρατιθέμενος, ανέκδοτος αυτός πίνακας εφημερίων Ι.
Μητροπόλεως Τριφυλίας και Ολυμπίας, έτους 1835,
οφείλει τη συγκρότησή του σε στοιχεία περισυλλεγέντα από τον αείμνηστο Αρχιδιάκονο και μετέπειτα Αρχιμανδρίτη
Αμβρόσιο Ψηλογαλανόπουλο, Γενικό Επισκοπικό Επίτροπο Κυπαρισσίας, ο οποίος
υπήρξε Φιλικός και σημαντικός Αγωνιστής της Ελληνικής Επαναστάσεως 1821, όπως
φαίνεται από πολλές πηγές. Καταθέτουμε τ’ ακόλουθα περί της ζωής του στοιχεία.
2.Βραχύτατα βιογραφικά
Ως ο
ίδιος μας πληροφορεί με την από Κυπαρισσία προς την Ι. Σύνοδο, 28 Ιανουαρίου
1842, αναφορά του, καταγόταν εξ επιφανούς οικογενείας της Κυπαρισσίας και
συγκατοικεί στην πόλη αυτή μετά του συγγενούς και προστάτου του, Επισκόπου
Μεθώνης Γρηγορίου, Ιερέα Θεοδώρου Οικονόμου (Παπαθεοδώρου), εργάστηκε στη
Φιλική Εταιρεία και συμμετείχε αποτελεσματικά στον απελευθερωτικό αγώνα του
1821.
Ο
ιεροδιάκονος Αμβρόσιος Ψηλογαλανόπουλος, γράφει ο Κώστας Καλαντζής στη μονογραφία του περί του Μεθώνης
Γρηγορίου, «πιάστηκε αιχμάλωτος» στο Ναυαρίνο το 1825. Μετά την ανεξαρτησία συγκατοικούσε με
την πολυμελή οικογένεια του αυταδέλφου
του Επισκόπου Μεθώνης, μετά μεγάλης οικονομικής
δυσκολίας αντιμετωπίζοντες τα προς το ζην, και εξακολουθών να διακονεί
την τοπική εκκλησία, ως πιστός αυτής και ακαταπόνητος θεράπων.
Από
σχετική έκθεση2 του 1852 περί Επισκόπων και Επισκοπών, ευρισκόμενη
στα Γ. Α. Κ. πληροφορούμεθα περί του Αμβροσίου Ψηλογαλανοπούλου ότι ούτος
διορίστηκε το έτος 1834 Αρχιδιάκονος της Επισκοπής Μεσσηνίας και έπαυσε το έτος
1838, όταν οι θέσεις των Αρχιδιακόνων καταργήθηκαν. Ως εκ τούτου προχειρίστηκε
ιερέας και έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Διατελεί ως Γενικός Επισκοπικός
επίτροπος Τριφυλίας προ 2 ετών και είναι ετών 60. «Κατέχεται από χρόνιον πάθος ποδαλγίας…». Εκ τούτου συμπεραίνεται,
ότι δεν ηδύνατο να επισκέπτεται τους ιερείς τακτικά στις ενορίες τους, ιδίως
στα χωριά, οι οποίοι, ως μη ελεγχόμενοι, πολλοί αμέλησαν τα καθήκοντά τους.
Επί της διετούς αυτής υπηρεσίας του « η ζωοκλοπή εις τον τόπον εκείνον έχει
υπεραυξηθεί, ενεργουμένη σχεδόν και απ’ αυτούς τους συγγενείς των ιερέων, ως εκ
τούτου ανάγκη υπάρχει ποιμένος ικανού, διαγωγής αμέμπτου, συνετού και με
πολιτικήν αξίαν και νουν3».
Σε άλλο σημείο της έκθεσης διαβάζουμε: «Αμβρόσιος Ψηλογαλανόπουλος, από την Ανδριανούπολη,
Επισκοπικός Επίτροπος Τριφυλίας, ιερεύς, αρχιδιάκονος της Επισκοπής Μεσσηνίας
μέχρι του 1838, νυν γενικός επισκοπικός επίτροπος Τριφυλίας, αγωνιστής,
μετρίας παιδείας, ενάρετος, συνετός και
κάτοχος εκκλησιαστικών γνώσεων και ανεπιλήπτου και χρηστοτάτης διαγωγής, προς
δε αφοσιωμένος εις τον υψηλόν θρόνον και την Κυβέρνησιν. Εξέχει ως προς το
ευσεβές και την αγαθότητα της ψυχής».
Αλλ’
ας παρακολουθήσουμε τον ίδιο μέσα
από την ανέκδοτη αλληλογραφία:
3. Πρωτόκολλο Ορκωμοσίας ως Αρχιδιάκονος
Εμφανισθείς ο υποφαινόμενος εις το
κατάστημα της Ι. Συνόδου, έδωσα ενώπιον του Προέδρου της Ι. Συνόδου τον
ακόλουθον όρκον:
«Ομνύω ακριβή εκτέλεσιν των εμπιστευθέντων μοι χρεών κατά
τους Ιερούς Κανόνας και τας Βασιλικάς Διαταγάς και υποταγήν εις την υπό του
Βασιλέως διορισμένην Ιεράν Σύνοδον, ως εις Υπερτάτην Εκκλησιαστικήν Αρχήν του
Βασιλείου4».
Προς επιβεβαίωσιν τούτων απάντων υπέγραψεν
ο ενορκισθείς ιδιοχείρως το παρόν πρωτόκολλον.
Εν Ναυπλίω την 10 Φεβρουαρίου 1834
+ Ο Κορίνθου Κύριλλος, Πρόεδρος
Ο κατά την Επισκοπήν Τριφυλίας
Αρχιδιάκονος
Αμβρόσιος Ψηλογαλανόπουλος
Οικονόμος Ναυπλίου
Αθανάσιος
4.Αγωνιστής της Επαναστάσεως 1821
Εν
Κυπαρισσία την 28 Ιανουαρίου 1842
Προς την Ι.
Σύνοδον του Βασιλείου της Ελλάδος
Ο
ταπεινώς υπογεγραμμένος, καταγόμενος από οικογένειαν εκ των πρωτίστων της
πόλεως Κυπαρισσίας της επαρχίας Τριφυλίας, ευρεθείς προ της Επαναστάσεως μετά
του συγγενούς μου αειμνήστου Επισκόπου
Μεθώνης5 κ. Γρηγορίου εις την Εταιρείαν, υπηρέτησα την πατρίδα με
τον απαιτούμενον ζήλον και ενθουσιασμόν μέχρι της αφίξεως της Α.Μ. του Βασιλέως
εις την Ελλάδα, και εκ πληροφοριών της Ι. Συνόδου επισυνάπτοντας αποδεικτικόν
γενόμενον παρά των Δημάρχων της επαρχίας Τριφυλίας, οίτινες θεωρούντες την οικτράν
κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκομαι σήμερον και επιθυμούντες εν ταυτώ ν’
ανταμειφθώ, αναλόγως των υπέρ πατρίδος
ανεξαρτησίας αγώνων μου, το επρόσφερον
προ πολλού οικειοθελώς, χωρίς να το ζητήσω.
Μετά δε
την άφιξιν της Α.Μ. εδιορίσθην αρχιδιάκονος εις την Επισκοπήν Μεσσήνης, όπου υπηρέτησα,
ως αποδεικνύεται τούτο εκ του επισυνημμένου αποδεικτικού του Σεβ. Επισκόπου
Αγίου Μεσσήνης Ιωσήφ μέχρι της παύσεως δια Β. Διατάγματος των κατά Νομών
Πρωτοσυγκέλων και Αρχιδιακόνων.
΄Εκτοτε
ευρίσκομαι, έως την σήμερον, υπό Βασιλικήν σύνταξιν ανά 60 δραχ. τον μήνα, αλλά
μη εξαρκούμενος τα αναγκαία μου έξοδα δια της μικράς ταύτης συντάξεως, υπέπεσα
εις χρέος υπέρ των τριών χιλιάδων δραχ., καθότι συγκατοικώ μετά της οικογενείας
του αυταδέλφου του αοιδίμου Μεθώνης, συνισταμένης από οκτώ ψυχάς, ήτις
εδυστύχησε και ορφάνευσεν υπέρ της πατρίδος, δεν δύναμαι ν’αποφύγω ή να
παραβλέψω τα αναπόφευκτα αυτά έξοδα,
μετά της οποίας ως είρηται
συγκατοικώ.
΄Οθεν,
προστρέχω εις το έλεος της Ι. ημών Συνόδου, ήτις κηδεμονούσα τα δίκαια των
κληρικών ν’ απαιτήση, όθεν ανήκει αναλόγως των θυσιών μου επαύξησιν της
συντάξεώς μου, η οποία ει δυνατόν να μου παραχωρηθή από τον καιρόν της
Αρχιδιακονικής μου παύσεως και τότε ίσως οικονομήσω εν μέρος από το χρέος μου
και βάλλω εις τάξιν τα αναπόφευκτα καθημερινά μου έξοδα, άλλως πως δεν είναι
δυνατόν να οικονομήσω εμαυτόν και τοιαύτην οικογένειαν μήτε με βαθμόν
Πρωτοσυγκέλου, αλλ’ ούτε με οποιονδήποτε διορισμόν.
Επειδή,
ως εκ των παρελθουσών αγώνων μου και αιχμαλωσίας μου, έφθασα εις ανικανότητα
υπηρεσίας, υποφέρω δεινώς από ρευματογενή κ.λ.π.
Υποσημειούμαι με
βαθύτατον σέβας
Ευπειθέστατος
Αμβρόσιος
Ψηλογαλάνης
5.Πρόταση Δημοτικών Συμβούλων και δημοτών
Κυπαρισσία
την 10 Ιουνίου 1849
Αριθ. 70
Προς το επί των
Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου
Εκπαιδεύσεως Υπουργείον
Αφ’ ου η
θεία πρόνοια ηυδόκησε να καλέση εις τους κόλπους της τον αείμνηστον Ιεράρχην
μας Επίσκοπον Τριφυλίας κ. Παΐσιον, η Επισκοπή μας μένει χηρεύουσα.
Η
Κυβέρνησις ουδεμία αμφιβολία, ότι σκέπτεται περί διορισμού Επιτρόπου της
χηρευούσης Επισκοπής, εν τη περιπτώσει όθεν ταύτη, τολμώμεν οι ταπεινώς
υπογεγραμμένοι να υποβάλωμεν εις το Σ. Υπουργείον τας ταπεινάς παρακλήσεις και
ευχάς μας του να ευαρεστηθή και διορίση ως τοιούτον τον άχρι τούδε σοφολογιώτατον
αρχιδιάκονον κύριον Αμβρόσιον Ψηλογαλάνην, άνδρα έχοντα τα απαιτούμενα προσόντα
καθ’ ο διαπρέποντα προ της Επαναστάσεως εις το κληρικόν επάγγελμα, καταβαλόντα
ατρήτους κόπους και ανυπολογίστους
θυσίας εις τον υπέρ πίστεως και πατρίδος αγώνα, καθ’ ότι και ηχμαλωτίσθη
από τον Ιμβραΐμην, αίροντα το γένος από τας πρωτίστους της εν Κυπαρισσία οικογενείας
και αγαπώμενον και σεβόμενον όχι μόνον αφ’ όλους της επαρχίας τους κατοίκους,
αλλά και από τους των ομόρων επαρχιών.
Ευπειθέστατοι
Οι κάτοικοι της
πρωτευούσης της επαρχίας Τριφυλίας
Οι Δημοτικοί
Σύμβουλοι του Δήμου Κυπαρισσίας
(΄Επονται υπογραφές των κατοίκων της επαρχίας
Τριφυλίας)
6.Αναφορά στο Υπουργείο
Από τα
Πρακτικά Ι. Συνόδου της 25 Ιουνίου 1849: Ανεγνώσθη αναφορά των κατοίκων της πρωτευούσης
Τριφυλίας προς το Υπουργείον από 10 Ιουνίου (αριθ. πρωτ. 17108) παρ’ ου
διευθύνεται από 21 του αυτού μηνός και υπ’ αριθ. 2398 προς την Σύνοδον, δι’ ης
ζητείται να διορισθή εις την χηρεύουσαν εκείνην επαρχίαν Γενικός Επισκοπικός
Επίτροπος ο αρχιδιάκονος Α. Ψηλογαλανόπουλος ως άξιος κ.λ.π.
Το
Υπουργείον διευθύνει την αναφοράν αυτήν προς την Σύνοδον, ίνα λάβη γνώσιν των
εν αυτή διαλαμβανομένων, λαμβάνει δε αφορμήν ως εκ τούτου, να παρατηρήση προς
αυτήν, ότι επειδή οι Επίσκοποι κατά τον οργανικόν νόμον της Συνόδου διορίζονται
κατά Συνοδικήν πρότασιν, πρέπει και ο διορισμός του Γενικού Επισκοπικού
Επιτρόπου προς επιτυχίαν του σκοπού μέχρι της επιψηφίσεως του περί Επισκοπικού
νόμου, να γίνεται όχι μόνον εκ μέρους της Συνόδου, αλλά να λαμβάνη προς τούτο
μέρος και η Βασιλική Κυβέρνησις.
Εκρίθη
να δοθή απάντησις προς το Υπουργείον, ότι αναγνωρίζει και η Σύνοδος το δικαίωμα
της Κυβερνήσεως εις τον διορισμόν των Γενικών Επισκοπικών Επιτρόπων εις
χηρευούσας Επισκοπάς, διότι καθ’ ο οι Επίσκοποι διορίζονται κατά πρότασιν της
Συνόδου, κατά νόμον, παρά του Βασιλέως, τούτο πρέπει να φυλάττηται και εις τον
διορισμόν των Γενικών Επισκοπικών Επιτρόπων, αλλ’ επειδή αφ’ ότου εγένετο αρχή
του διορισμού των τοιούτων Γενικών Επισκοπικών Επιτρόπων, η Σύνοδος διόριζε
κατ’ ευθείαν τους τοιούτους, και ανήγγειλε μόνον τον διορισμόν προς το
Υπουργείον, ως έπραξε εν έτει 1836, από 6 Μαρτίου και υπ’ αριθ. 11176, μετά τον
θάνατον του Κορινθίας Κυρίλλου και καθ’ α απήντησε το Υπουργείον μετά τον
θάνατον του Αχαΐας Μελετίου εν έτει 1840 και 7 Μαρτίου υπ’ αριθ. 365.
Τούτο
αυτό έπραξε και επί του διορισμού του Γενικού Επισκοπικού Επιτρόπου εις την ήδη
χηρεύουσαν Επισκοπήν Τριφυλίας καθώς έπραττεν από του 1836 άχρι τούδε, αλλ’
επειδή το Υπουργείον θέλει να διατηρήση το δικαίωμα της Κυβερνήσεως εις τον διορισμόν
και των Γενικών Επισκοπικών Επιτρόπων, και η Σύνοδος αναγνωρίζει τούτο, και του
λοιπού θέλει πράττη ούτως κατά την επισημείωσιν του Υπουργείου.Αλλ’ ευχής έργον
είναι να εκδοθή, όσον ένεστι ταχύτερον, ο περί Επισκοπών νόμος, ίνα παύση ο
άγνωστος εις την εκκλησίαν περί διορισμού Γενικών Επισκοπικών Επιτρόπων.
Εις την
αίτησιν των κατοίκων της πρωτευούσης της επαρχίας Τριφυλίας δεν κρίνει εύλογον
η Σύνοδος να δώση καμίαν προσοχήν, διότι γνωρίζει πως γίνονται αι τοιαύται
αναφοραί και δεν είναι παράδοξον αύριον να φθάσουσιν εις το Υπουργείον άλλαι
αναφοραί εναντίαι αυτής. Ταύτα θέλουσι γραφή προς το Υπουργείον προς απάντησιν,
προς ο θέλει επιστραφή και η αναφορά.
+ Ο Αττικής Νεόφυτος, Πρόεδρος
+ Ο Καλαβρύτων Βαρθολομαίος
+ Ο Φθιώτιδος Ιάκωβος
+ Ο Ανδρουβίστης Προκόπιος6
7.΄Εγκριση Ι. Συνόδου
Επειδή
απεβίωσεν ο κατά την Επισκοπήν Τριφυλίας Γενικός Επισκοπικός Επίτροπος
Αμβρόσιος Φραντζής7 και τα εκκλησιαστικά πράγματα της Επισκοπής
εκείνης μένουσιν ήδη απροστάτευτα, εκρίθη να διορισθή εν αυτή προσωρινώς Επισκοπικός
Επίτροπος ο Αρχιδιάκονος Αμβρόσιος Ψηλογαλανόπουλος.
΄Οθεν να
προσκληθή να δώση αναφοράν, ίνα χειροτονηθή πρεσβύτερος και επομένως να αναγγελθή
εις το Υπουργείον και να δοθώσιν εις
αυτόν αι αναγκαίαι οδηγίαι.
+ Ο Αθηνών Νεόφυτος, Πρόεδρος
+ Ο Κυνουρίας Διονύσιος
+ Ο Καλαβρύτων Βαρθολομαίος
8.Ενημέρωση Υπουργείου
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Αριθ. πρωτ. 1130 /Διεκπ. 601
Εν
Αθήναις τη 14 Ιουλίου 1851
Προς το
Υπουργείον των Εκκλησιαστικών
και της Δημοσίου
Εκπαιδεύσεως
Περί διορισμού Γενικού
Επισκοπικού Επιτρόπου.
Αποβιώσαντος
του κατά την Επισκοπήν Τριφυλίας Γενικού Επισκοπικού Επιτρόπου κ. Αμβροσίου
Φραντζή, η Σύνοδος διώρισεν αντ’ αυτού
ως τοιούτον και προσωρινώς τον αρχιδιάκονον κ. Αμβρόσιον Ψηλογαλανόπουλον,
άνδρα ιεροπρεπή και δόκιμον περί τα εκκλησιαστικά, χειροτονηθησόμενον κατά την τάξιν πρεσβύτερον.
΄Οθεν,
γνωστοποιούσα τούτο η Σύνοδος εις το
Υπουργείον, απεκδέχεται την εις τούτο απάντησιν αυτού.
+ Ο Αθηνών
Νεόφυτος, Πρόεδρος
9.΄Εγκριση Υπουργείου
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΟΣ
ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΤΩΝ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ
Αριθ.πρωτ.13092
Εν Αθήναις τη 28 Ιουλίου 1851
Δια τους
λόγους τους εκτεθέντας εις ημάς με το Συνοδικόν έγγραφον 14 μηνός φθίνοντος, εγκρίνεται
κατά Βασιλικήν Διαταγήν 27 του ιδίου μηνός, ο διορισμός του κυρίου Αμβροσίου
Ψηλογαλανοπούλου ως Γενικού Επισκοπικού Επιτρόπου κατά την Επισκοπήν Τριφυλίας,
αντί του αποβιώσαντος Πρωτοσυγκέλου Αμβροσίου Φραντζή.
Ο Νομάρχης Μεσσηνίας ειδοποιήθη ήδη
παρ’ ημών περί τούτου.
Ο Υπουργός
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Αριθ. πρωτ. 1130 -1190
Εν Αθήναις τη 1 Αυγούστου 1851
Προς τον
οσιώτατον ιερομόναχον κ. Αμβρόσιον Ψηλογαλανόπουλον
Επειδή
απεβίωσεν ο κατά την Επισκοπήν Τριφυλίας Γενικός Επισκοπικός Επίτροπος κ.
Αμβρόσιος Φραντζής και τα εκκλησιαστικά πράγματα της Επισκοπής εκείνης μένουσιν
ήδη άνευ τινός επιτηρήσεως, η Σύνοδος φρονούσα περί αυτού, έκρινε ίνα διορίση
υμάς προσωρινώς ως τοιούτον κατά την Επισκοπήν αυτήν.
΄Οθεν,
εν ω σας γνωστοποιεί τούτο ήδη η Σύνοδος κατά το από 28 του λήξαντος μηνός και
τα υπ’ αριθ. 13092 – 13333 έγγραφα του επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου
Εκπαιδεύσεως Υπουργείου, σας προσκαλεί
ενταύθα, ίνα απέλθητε αμέσως εις την θέσιν σας, γνωστοποιήσαντος τον διορισμόν
σας εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν,
προς ην απεστάλησαν ήδη παρά του επί των Εκκλησιαστικών κ.τ.λ. Υπουργείου τα
δέοντα. Θέλετε ενεργή τα επιτραπέντα υμίν καθήκοντα, συμφώνως προς τας ενταύθα
εμπερικλειομένας οδηγίας.
+ Ο Αθηνών
Νεόφυτος, Πρόεδρος
10.Αίτηση αδείας
Εν Κυπαρισσία την 5
Σεπτεμβρίου 1852
Πανιερώτατε και Σεβασμιώτατε,
Τα
δεινά, άτινα εδοκίμασε ο ταπεινώς υποφαινόμενος εις το πολυχρόνιον στάδιον της
ελληνικής Επαναστάσεως, κάλαμος ιστορικός δεν δύναται να περιγράψη.
Ως εκ τούτου, λοιπόν, αναγκάζεται μέχρι
σήμερον να απαιτήση δια της παρούσης του, δια της Συνοδικής Προεδρίας, την εις
Αθήνας μεταβάσεώς του άδειαν, εξαρτών εν τοιαύτη περιστάσει την τύχην της ζωής
του δια τας τελευταίας γηραιάς ημέρας του.
Υποσημειούμαι
ευσεβάστως
Της υμετέρας
Σεβασμιότητος
ευπειθέστατος και ταπεινότατος θεράπων
Αρχιμανδρίτης
Αμβρόσιος Ψηλογαλανόπουλος
_______________
1.Αρχείο Ι. Συνόδου, Μητρόπολη Τριφυλίας και Ολυμπίας, Επισκοπικοί
Επίτροποι.
2.Γ.Α.Κ., Υ.Ε.Δ.Ε. – Οθωνικό Αρχείο, φ. 10.
3.Διορίσθηκε ο εκ Κέας Γρηγόριος Ρώτας (1852 - 1865). «Είναι ανεπίληπτος
τον βίον, παιδείαν έχει ολίγην. ΄Αλλως γνωρίζει τα περί την Κυβέρνησιν
καθήκοντα του Επισκόπου και επομένως παρέχει ελπίδα, ότι δεν θέλει αντιπολιτευθή
αυτήν, αλλά και θέλει την συνδράμη. Το εξωτερικόν του είναι αξιοπρεπές». (Αυτά
από σημείωση κληρικών των παρουσιασθέντων στην Α.Μ. τον Βασιλέα την 19
Νοεμβρίου 1852). Γ.Α.Κ., Εκκλησιαστικά,
φ. 10, ως προανεφέρθη. Ο άξιος αυτός Αρχιερέας, ο οποίος άφησε μνήμη αγαθού
Επισκόπου στην θεόθεν λαχούσαν σ’ αυτόν Μητρόπολη Τριφυλίας και Ολυμπίας,
παραιτήθηκε οικειοθελώς, για λόγους
ασθενείας το 1865.
ΔΙΑΤΑΓΜΑ
Περί αποδοχής της παραιτήσεως του
Σεβασμιωτάτου Επισκόπου
Τριφυλίας και Ολυμπίας Κυρίου Γρηγορίου
από της ενεργητικής θέσεως.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄.
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ
Μετά γνωμοδότησιν της Ι. Συνόδου
της Εκκλησίας της Ελλάδος και κατά πρότασιν του Ημετέρου επί των Εκκλησιαστικών
και της δημοσίας εκπαιδεύσεως Υπουργού, αποδεχόμεθα την από της αγιωτάτης
Επισκοπής Τριφυλίας και Ολυμπίας οικειοθελή παραίτησιν του Σεβασμιωτάτου
Επισκόπου Κυρίου Γρηγορίου, συνειδότος εαυτώ ανικανότητα προς εκτέλεσιν των
οικείων ποιμαντορικών καθηκόντων, ένεκα της επελθούσης αυτώ παθήσεως καταρράκτου
κατά τον αριστερόν οφθαλμόν, και διατάττομεν ίνα τω χορηγείται του λοιπού η εν
άρθρω στ΄του Σ΄περί Επισκοπών και Επισκόπων νόμου οριζομένη περίθαλψις
διακοσίων δραχμών κατά μήνα.
Εις τον αυτόν Υπουργόν ανατίθεται η δημοσίευσις και
εκτέλεσις του παρόντος Διατάγματος.
Εν
Κερκύρα, την 21 Αυγούστου 1865
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ Ι. ΚΡΕΣΤΕΝΙΤΗΣ
( Φ.Ε.Κ. 44, 15-9-1865. Βασ. Ατέση, ο.π., τόμ. Α΄, σσ.269-270.Γ.Α.Κ.
Οθωνικό Αρχείο, Επίσκοποι και Επισκοπαί, φ. 16).
4.Ι.Α.Ι.Σ.,
Μητρ. Τριφυλ. και Ολυμπίας, προτάσεις – ενοριακά διάφορα.
5.Ο Εθνομάρτυρας Ιεράρχης, Επίσκοπος Μεθώνης
Γρηγόριος γεννήθηκε στο χωριό ΄Αλβενα της επαρχίας Ολυμπίας (1770 – 1825), στην
αρχή των Ορλωφικών. Δ. Δουκάκης, « Μεσσηνιακά» σσ. 275-276. Μυήθηκε Φιλικός από
τον Αντώνιο Πελοπίδα και γεμάτος θρησκευτικού και εθνικού παλμού και σφρίγους,
αγωνίστηκε υπέρ της ελευθερίας της πατρίδος. Στη μάχη του Ναυαρίνου, 30
Απριλίου 1825, πολεμών γενναίως συνελήφθη αιχμάλωτος από τις ορδές του Ιμπραήμ και φυλακισθείς,
βασανισθείς και υποστάς μυρίας κακώσεις και βλάβες σωματικές, υπέκυψε στο
θάνατο το Μάιο του 1825. (Αρχιμανδρίτης
Θεόφιλος Ν. Σιμόπουλος, Μάρτυρες και αγωνισταί Ιεράρχαι της Ελληνικής
Εθνεγερσίας 1821-1829, Αθήναι 1971, σελ. 447. Κ. Καλαντζής, Ο Μεθώνης Γρηγόριος
Παπαθεοδώρου 1770-1825, Αθήναι 1939, σσ. 5-40. Μητροπολίτης Μεσσηνίας
Χρυσόστομος (Δασκαλάκης), Ο Εθνομάρτυρας Επίσκοπος Μεθώνης και Νεοκάστρου
Γρηγόριος Παπαθεοδώρου – Λόγος λεχθείς κατά την τελετήν των αποκαλυπτηρίων της
προτομής αυτού εν Μεθώνη την 29 Ιουνίου 1960 - Καλαμάτα 1960, σσ. 1-18.Στάθης
Παρασκευόπουλος, Ο Μεθώνης Γρηγόριος, Αθήναι 1985).
6.Περί
της Επισκοπής Ανδρουβίστης και Ζαρνάτας (Επισκοπή Καρδαμύλης) βλέπε, Βασιλ.
Ατέση, Επίτομος Επισκοπική Ιστορία της
Εκκλησίας της Ελλάδος, τόμ. Α΄, σσ. 243-244. Φ.Ε.Κ. 50/1850. Αρχιμ. Μελετίου
Γαλανοπούλου, Εκκλησιαστικαί σελίδες
Λακωνίας, εν Αθήναις 1939, σ. 116. Δημ. Πετρακάκου, Νομοκανονικαί ενασχολήσεις
σσ. 99 – 102.
7.Πρακτικά
Ι. Συνόδου της 13 Ιουλίου 1851. Ι.Α.Ι.Σ., Μητρ. Τριφυλίας και Ολυμπίας, Πρακτ. 25-6-1849.
ΜΕΡΟΣ Γ΄.
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΦΗΜΕΡΙΩΝ
ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ - ΚΩΜΟΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΧΩΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΤΡΙΦΥΛΙΑΣ ΕΤΟΥΣ 1835
Αναφέρονται ιερείς και από τη γειτονική Αρκαδία, όπως το Ζιγοβίστι, τη Γόρτυνα, το ΄Ισαρη. Ως
προς την επαρχία Ολυμπίας, καταγράφονται οι Ενορίες των κωμοπόλεων και χωρίων: Ανδρίτσαινας, Αμπελιώνας, Αλφειούσας,
Αρήνης, Βρίνας, Επιταλίου,
Θεισόας, Κρέστενας, Κακαλέτρι, Μακρυσίων, Μάτεση, Μίνθης, Μυρωνίων, Πετραλώνων,
Φιγαλείας,κ.λ.π. Ως προς την Τριφυλία, μνημονεύονται οι της Κυπαρισσίας, Φιλιατρών, Γαργαλιάνων, Χώρας,
Δωρίου, Σιδηροκάστρου, Μοναστηρίου, Κούβελα, Ψάρι, Αετού κ.α. Σημειώνονται
από το συντάκτη του Καταλόγου σύντομες κρίσεις για την αξιότητα εκάστου
ιερωμένου.
1.ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ,
πατρίδα Βερβίτζα (Πετράλωνα), ετών 46,
έγγαμος, ιερέας, εφημέριος στον
Ι.Ναό Εισοδίων της Θεοτόκου Κυπαρισσίας. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
2.ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ, Φιλιατρά, ετών 51, έγγαμος,
ιερέας, πνευματικός, εφημέριος Παναγίας
Γουβιώτισσας Φιλιατρών. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
3.ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, Σιδηρόκαστρο1, ετών 32,
έγγαμος, ιερέας, εφημέριος Σιδηροκάστρου. «Μέτριος
εις τα του επαγγέλματός του».
4.ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Λάπη (Ριζοχώρι ), ετών 41, έγγαμος
ιερέας, εφημέριος Λάπη (Ριζοχώρι). «Μέτριος
εις τα του επαγγέλματός του».
5.ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΑΣΔΑΣ,
Σουλιμά (Δώριο), ετών 42, έγγαμος,
ιερέας, Σουλιμά (Δώριο). «Μέτριος
εις τα του επαγγέλματός του».
6.ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ, Βαριμπόπη (Μοναστήρι ), ετών 34, έγγαμος, ιερέας Βιδίσοβας (Δροσοπηγή). «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
7.ΑΔΑΜΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΄Αλβενα (Μίνθη), ετών 40, χηρευάμενος, ιερέας ΄Αλβενας ( Μίνθη). «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
8.ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΝΙΑΝΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΄Αλβενα (Μίνθη), ετών 38, έγγαμος, ιερέας και πνευματικός΄Αλβενας
(Μίνθη). «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός
του».
9.ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, Βερβίτσα (Πετράλωνα ), 53, έγγαμος, ιερέας Βερβίτζας (Πετράλωνα). «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
10.ΑΓΓΕΛΗΣ ΜΠΑΡΤΖΕΛΙΩΤΗΣ, Μπάρτζελη (Μυρώνεια), 45, έγγαμος, ιερέας Μπάρτζελη (Μυρώνεια). «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
11.ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΑΠΑ - ΑΝΔΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, Αγουλινίτζα (Επιτάλιο), ετών 35, έγγαμος, ιερέας, εφημέριος Αγουλινίτζας
(Επιτάλιο ). «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός
του».
12.ΑΝΑΝΙΑΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Μακρύσια, ετών 27, άγαμος, ιερομόναχος - Μακρύσια. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
13.ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ, Σμέρνα, ετών 47, έγγαμος, ιερέας Σμέρνας. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
14.ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΄Ισαρη (Μεγαλοπόλεως), ετών 38, ιερέας ΄Ισαρη. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
15.ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Βερβίτζα (Πετράλωνα), ετών 35, έγγαμος, ιερέας
Βερβίτζας (Πετράλωνα). «Ικανός εις τα του
επαγγέλματός του».
16.ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ […], Καλάβρυτα,
ετών 60, χηρευάμενος, ιερέας και πνευματικός Αγουλινίτζας (Επιτάλιο). «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
17.Γεώργιος Ξυνής,
Φιλιατρά, ετών 54, έγγαμος, ιερέας και πνευματικός (Παναγία) Φιλιατρών. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
18.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΩΡΙΓΑΣ, Φιλιατρά, ετών 39, έγγαμος, ιερέας
(Παναγία) Φιλιατρών. «Μέτριος εις
τα του επαγγέλματός του».
19.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΚΑΒΑΣ, Φιλιατρά, ετών 33, έγγαμος, ιερέας (Ιωάνννης ο Πρόδρομος) Φιλιατρών. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
20.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΠΗΛΙΟΤΗΣ, Γαργαλιάνοι, ετών 54, έγγαμος, ιερέας – Οικονόμος και Επισκοπικός Επίτροπος, Γαργαλιάνων. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
21.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΗΜΟΓΚΟΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Αγριλιά, ετών 30, έγγαμος, ιερέας Αγριλιάς. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
22.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΗΜΟΣ, Κούβελα, ετών 53, έγγαμος, ιερέας και πνευματικός Κούβελα. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
23.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑ-ΑΛΕΞΙΟΥ, Μοφκίτζα (Ταξιάρχες), ετών 30, έγγαμος, ιερέας Μοφκίτζας (Ταξιάρχες). «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
24.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, Αγουλινίτζα (Επιτάλιο), ετών 40, έγγαμος, ιερέας και Επισκοπικός Επίτροπος στο Επιτάλιο. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
25.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, Κρέσταινα, ετών 44, έγγαμος, ιερέας Κρέσταινας. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
26.ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Μάτεση, ετών 50, άγαμος, ιερομόναχος
στου Μάτεση. «Ικανός εις τα του
επαγγέλματός του».
27.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑ-ΑΝΤΡΙΟΠΟΥΛΟΣ, Αμπελιώνα, ετών 35, έγγαμος, ιερέας Αμπελιώνας. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός
του».
28.ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Κορώνη, ετών 40, χηρευάμενος, ιερέας (Ιωάννης ο Πρόδρομος) Φιλιατρών. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
29.ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΡΑΣ, Ψάρι,
ετών 30, έγγαμος, ιερέας Ψάρι. «Μέτριος
εις τα του επαγγέλματός του».
30.ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΝΤΕΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, Σελά, ετών 30, έγγαμος, ιερέας Σελά. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
31.ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ, Βαριμπόπη (Μοναστήρι), ετών 50, πρωτόπαπας- Επισκοπικός Επίτροπος στη Σαρακινάδα. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
32,ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΙΤΖΩΝΗΣ, Αετός, ετών 37, ιερέας και πνευματικός Αετού. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
33.ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Τζορβατζή (Αρήνη), ετών 56, χηρευάμενος, ιερέας - Επισκοπικός Επίτροπος
Αρήνης2. «Ικανός εις τα του
επαγγέλματός του».
34.ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΠΟΛΥΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, Βρίνα, ετών 36, έγγαμος, ιερέας Βρίνας. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
35.ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Παλαιά Πάτρα, ετών 28, έγγαμος, ιερέας Μπρουμάζη (Διάσελλα). «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
36.ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, Τρύπες (Χρυσοχώρι),
ετών 30, έγγαμος, ιερέας στις Τρύπες (Χρυσοχώρι). «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
37.ΔΑΝΙΗΛ ΚΟΥΤΟΥΡΗΣ ( ΚΑΝΤΑΡΗΣ; ), Ανδρίτσαινα, 45, άγαμος, ιερομόναχος, εφημέριος
στο Φανάρι (Ανδρίτσαινα). «Ικανός εις τα
του επαγγέλματός του».
38.ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Αμπελιώνα, ετών 40, έγγαμος, ιερέας Αμπελιώνας. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
39.ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΣΑΜΠΑΖΟΤΗΣ, Κυπαρισσία, ετών 50 έγγαμος, ιερέας και Πνευματικός - Επισκοπικός Επίτροπος
(ΑγίαΤριάδα) Κυπαρισσία. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
40.ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΓΚΟΤΖΑΣ, Φιλιατρά, ετών 56, άγαμος, ιερομόναχος,
ιερέας και Πνευματικός στο Σαμπρίκι (Μεταξάδα). Τόπος διαμονής Αγιά
(Τριφυλίας). «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
41.ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΤΟΥΛΜΑΝΗΣ, Ψάρι, ετών 52, χηρευάμενος, ιερέας Ψάρι. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
42.ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΡΑΪΜΗΣ, Μάκραινα, ετών 41, έγγαμος, ιερέας στη Μάκραινα. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
43.ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Βερβίτζα (Πετράλωνα), ετών 36, άγαμος, ιερομόναχος2 στη Βερβίτζα
(Πετράλωνα). «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
44.ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, Λαύδα (Θεισόα), ετών 40, έγγαμος,
ιερέας στου Λαύδα (Θεισόα). «Μέτριος εις
τα του επαγγέλματός του».
45.ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ανδρίτζαινα, ετών 58, χηρευάμενος, ιερέας Σακελλάριος3 –
Επισκοπικός Επίτροπος Ανδρίτζαινα. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
46.ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΤΖΟΥΡΑΣ, Ανδρίτζαινα, ετών 60, έγγαμος, ιερέας Ανδρίτζαινας. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
47.ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΛΑΝΗΣ, Ανδρίτζαινα, 52, έγγαμος, ιερέας Ανδρίτσαινας. «Mέτριος
εις τα του επαγγέλματός του».
48.ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ανδρίτζαινα, ετών 46, έγγαμος, εφημέριος Ανδρίτζαινας. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
49.ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, Κακαλέτρι, ετών 28, έγγαμος, εφημέριος Κακαλέτρι. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
50.ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, Λιγούδιστα (Χώρα), ετών 68, έγγαμος, ιερέας - Οικονόμος και Επισκοπικός Επίτροπος, εφημέριος Αγίου Γεωργίου
Λιγούδιστας (Χώρα). «Ικανός εις τα του
επαγγέλματός του».
51.ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Σουλιμά (Δώριο) 50, έγγαμος, ιερέας και
Επισκοπικός Επίτροπος, εφημέριος Σουλιμά (Δώριο). «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
52.ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΣΙΝΟΥ, Ανδρίτζαινα, ετών 52, έγγαμος, ιερέας και Σακελλίων, εφημέριος Ανδρίτσαινας.
«Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
53.ΜΙΧΑΗΛ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ, Βούταινα, ετών 57, έγγαμος ιερέας, Πνευματικός και Οικονόμος, εφημέριος
Βούταινας. «Μέτριος εις τα του
επαγγέλματός του».
54.ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Χίος, ετών 40, έγγαμος, ιερέας-Οικονόμος, εφημέριος Τζάχα (Καλλιθέα). «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
55.ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ, Παξοί, ετών 30, έγγαμος ιερέας, εφημέριος Γαργαλιάνων. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
56.ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, Ραφτόπουλο, ετών 42, χηρευάμενος, ιερέας και Επισκοπικός Επίτροπος,
εφημέριος Ραφτόπουλου. «Ικανός εις τα του
επαγγέλματός του».
57.ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, Βαριμπόπη (Μοναστήρι), ετών 35, έγγαμος, ιερέας, εφημέριος Μαλίκι ( Πολυθέα
). «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
58.ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Λαύδα (Θεισόα), ετών 30, έγγαμος, ιερέας, εφημέριος Λαύδα (Θεισόα). «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
59.ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, ΄Ισαρη, ετών 45, έγγαμος, ιερέας, σακελλάριος, Επισκοπικός Επίτροπος και
πνευματικός, εφημέριος ΄Ισαρη. «Ικανός
εις τα του επαγγέλματός του».
60.ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ανδρίτζαινα, ετών 38, έγγαμος, ιερέας, εφημέριος Αγίας Τριάδας Κυπαρισσίας.
«Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
61.ΠΑΥΛΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Φιλιατρά, ετών 50, έγγαμος, ιερέας, εφημέριος και πνευματικός, Φιλιατρά. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
62.ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΒΛΑΧΟΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Χαλαζώνι, ετών 32, άγαμος, ιερομόναχος, εφημέριος
Αγίου Νικολάου, Φιλιατρά. «Μέτριος εις τα
του επαγγέλματός του».
63.ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΚΩΤΡΕΤΖΟΣ, Γαργαλιάνοι, ετών 45, χηρευάμενος, ιερέας, εφημέριος Γαργαλιάνων. «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
64.ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Σάλιτζα;, ετών 45, χηρευάμενος, ιερέας, εφημέριος Τζιφλίκι «Ικανός εις τα του επαγγέλματός του».
65.ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ψάρι, ετών 28, έγγαμος, ιερέας, εφημέριος Βλάκα (Χρυσοχώρι). «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
66.ΠΑΝΑΓΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Γκλιάτα (Ηλέκτρα), 44, έγγαμος, ιερέας, εφημέριος Γκλιάτας. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
67.ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, Ραφτόπουλο, 33, έγγαμος, ιερέας, εφημέριος Ραφτόπουλου. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
68.ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, Βαριμπόπη (Μοναστήρι), ετών 45, έγγαμος, ιερέας. (Δεν έχει εφημεριακή θέση:
«μη δεχόμενος να μεταβή εις άλλην
ενορίαν, ήτις είχεν ανάγκην ιερέως, έμεινε αργός »). «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
69.ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ζούρτζα (Ν. Φιγαλεία), ετών 60, έγγαμος, σακελλάριος και Επισκοπικός Επίτροπος, ιερέας, εφημέριος Ζούρτζας (Ν.
Φιγαλεία). «Ικανός εις τα του επαγγέλματός
του».
70.ΠΑΝΑΓΟΣ ΒΟΛΑΝΤΖΟΤΗΣ, Βολάντζα (Αλφειούσα), ετών 75, χηρευάμενος, πνευματικός (δεν έχει
εφημεριακή θέση, μάλλον λόγω ηλικίας). «Μέτριος
εις τα του επαγγέλματός του».
71.ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, Βολάντζα (Αλφειούσα ), ετών 28, έγγαμος, ιερέας, εφημέριος Βολάντζας (Αλφειούσα).
«Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
72.ΡΩΜΑΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ, Καλάβρυτα, ετών 53, άγαμος, ιερομόναχος, εφημέριος Παναγίας, Κυπαρισσία. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
73.ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΕΡΑΤΙΝΟΣ, Λιγούδιστα (Χώρα), ετών 35, έγγαμος, σακελλάριος, ιερέας, εφημέριος Αγίων
Αποστόλων Λιγούδιστας (Χώρα). «Ικανός εις
τα του επαγγέλματός του».
74.ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ, Βαριμπόπη (Μοναστήρι), ετών 45, έγγαμος, ιερέας, εφημέριος Μποντιάς
(Μάλθη). «Ικανός εις τα του επαγγέλματός
του».
75.ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΤΡΟΥΜΠΟΥΚΗΣ, Κρέσταινα, ετών 30, έγγαμος, ιερέας, εφημέριος Κρέσταινας. «Μέτριος εις τα του επαγγέλματός του».
76.ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, Ανδρίτζαινα, ετών 42, χηρευάμενος, Αρχιμανδρίτης, ιερέας, εφημέριος
Ανδρίτζαινας. «Ικανός εις τα του
επαγγέλματός του».
77.ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, Γόρτυνα, ετών 41, έγγαμος, ιερέας, «Διδάσκαλος Ελληνικός- Γραμματικός ».
(Διέμενε στην Κυπαρισσία, « μισθωμένος
παρά των κατοίκων Κυπαρισσίας»).
78.ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ ΚΟΥΣΙΟΥΡΗΣ (Κοσιώρος;), Ανδρίτζαινα, ετών 50, άγαμος, μοναχός, Διδάσκαλος
– Παιδαγωγός4. (Διέμενε στη Μονή Σεπετού, αλλά και στην Ανδρίτσαινα,
ως «επιτήδειος να διδάσκει τα κοινά
γράμματα »).
79.ΔΑΝΙΗΛ ΚΟΥΚΟΥΛΙΚΑΣ, Κυπαρισσία, ετών 68, άγαμος, μεγαλόσχημος, (Διέμενε στην Κυπαρισσία, «αναλφάβητος, αόματος »).
80.ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΩΤΟΣ, ΄Αγραφα,
ετών 40, άγαμος, ιερομόναχος, «Διδάσκαλος
Ελληνικός – Γραμματικός, μισθωμένος παρά των κατοίκων Φιλιατρών ». Διέμενε
στα Φιλιατρά.
81.ΔΟΣΙΘΕΟΣ Κ. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, (Μιχαλακόπουλος), Ζιγοβίστι5, ετών 40, άγαμος, ιερομόναχος «Διδάσκαλος Ελληνικός – Γραμματικός ».
Διέμενε στην Ανδρίτσαινα, μισθοδοτούμενος από την Κυβέρνηση.
82.ΙΩΝΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Φιλιατρά, ετών 50, άγαμος, μοναχός. ΄Ηταν νεωκόρος στην ενορία της Παναγίας Γουβιώτισσας στα Φιλιατρά, « γνωρίζει καλώς την εκκλησιαστικήν τάξιν ».
Εν Κυπαρισσία την
22 Φεβρουαρίου 1835
Ο κατά την
Επισκοπήν Τριφυλίας Αρχιδιάκονος
(Τ.Σ.) Αμβρόσιος Ψηλογαλανόπουλος
__________________
1. Εξεμέτρησε
το ζην την 21 Μαρτίου 1887, ως εμφαίνεται από την υπ’
αριθ.
757/238/ εν Κυπαρισσία 8 Απριλίου 1887 αναφορά του οικείου
Ιεράρχη προς την Ι. Σύνοδο της
Εκλησίας της Ελλάδος.
Ευπειθέστατος
+ Ο Τριφυλίας και Ολυμπίας Νεόφυτος
(Ι.Α.Ι.Σ.Πρακτικά της 1 Αυγούστου 1872).
2. Eφημέρευσε και στον Ι. Ναό Αγ. Νικολάου Επιταλίου
(Αγουλινίτσας) το 1843. « Εν τω κατά την Αγουλινίτζα Ναώ Αγίου Νικολάου. Την 3
Οκτωβρίου 1843. Ο Ιερεύς Ιερόθεος Παπαβασιλείου». (ΓΑΚ, Λαδά, Κ. 47, Φ. 36,
1-7).
3. Παπα
Ιωάννης Σακελλάριος(και πριν από την Επανάσταση 1821). Είναι ο κληρικός που
πρώτος έμεθα στην Ανδρίτσαινα το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας από τον
Αναγνωσταρά, σαν έφθασε εκεί τάχα ως γιατρός, σταλμένος από τον πρωτοφιλικό
Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο με το ακόλουθο εμπιστευτικό γράμμα του:
«Αιδεσιμώτατε Ιερεύ Σακελλάριε, ο
άνθρωπος που θάρθει στην Ανδρίτσαινα είναι πολλά τίμιος, να τον ακούσεις εις
ό,τι σας είπη και να τον διαφεντέψετε τας εργασίας του τοις ωφελίμοις.
Το πνευματικό
σου παιδί
Παναγιώτης
Αναγνωστόπουλος».
(Χειρόγρ.
Δημοσίας Βιβλιοθήκης Ανδρίτσαινας, Ιω.
Κοσμόπουλος, Ιστορίας της Ολυμπίας, Ανδρίτσαινα; 1930, σελ. 127, Π.
Χαραλαμπόπουλος – Δ. Πρίγγουρης, Η Συμβολή της επαρχίας Ολυμπίας στον Αγώνα του
Εικοσιένα, ανάτυπο από τα «Ολυμπιακά Χρονικά», τόμ. Β΄, 1971, σσ. 274-275).
Γράφει ο
Φωτάκος:«…έτρεχε δε ο Σακελλάριος με τα
στρατεύματα και ήτον παντού εμπρός, δείξας πολύν ζήλον και γενναιότητα, έχων
μάλιστα μαζύ του και τα παιδιά του και τους λοιπούς συγγενείς του, οι οποίοι
απετέλουν σώμα στρατιωτών…».
Ο
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΡΙΦΥΛΙΑΣ
Αριθ. 1463
Εν Κυπαρισσία
την 24 Μαΐου 1838
Απάντησις εις
την υπ’ αριθ. 20227 Διαταγήν της.
Προς την επί των Εκκλησιαστικών και της
Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείαν της Επικρατείας. Αποστολή αποδεικτικών
παραλαβής Νομισματοσήμων. Εμπερικλείστως πέμπομεν αποδεικτικά παραλαβής των
αργυρών Νομισματοσήμων, τα οποία επεδόθησαν εις τους κληρικούς παπα κυρ’
Σακελλάριον Αναστασίου και παπα κυρ’
Νικόλαον Ραφτοπουλιώτην.
Ευπειθέστατος
Ο Διοικητής Τριφυλίας (υπογραφή)
4. Στην Ι. Μονή « Σεπετού» Ολυμπίας,
πλησίoν των
αρχαιοτήτων της Αρκαδικής πόλης
Αλιφείρας, η οποία συμμετείχε με τους
κατοίκους της το 370 π.Χ. στην ίδρυση
της Μεγαλόπολης, υπήρχε ΄Αγιο Ποτήριο, αργυρόγλυπτο, λεπτότατης τέχνης φέρον στη βάση του την
επιγραφή με βυζαντινά καλλιτεχνικά εγχάρακτα
γράμματα: «ΚΤΗΜΑ:
ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ: ΘΕΟΤΟΚΟΥ: ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ: ΣΕΠΕΤΟΥ: 1849 Ο ΕΠΟΥΡΑΝΙΟΣ ΥΜΝΕΙ ΣΕ ΚΑΙ
ΛΕΓΕΙ ΑΓΙΟΣ: ΑΓΙΟΣ: ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΣΑΒΑΩΘ ΠΛΗΡΗΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΓΗ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ
ΣΟΥ.ΔΕΗΣΙΣ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: ΒΙΣΑΡΙΟΝΟΣ ΚΑΙ ΔΑΝΙΗΛ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ Ο ΜΑΣΤΟΡΗΣ:
ΣΕΛΕΤΟΣ». (Το
ιερό τούτο σκεύος ευρίσκεται σήμερα στο Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Νικολάου
Ανδρίτσαινας. Παναγ. Χαραλαμπόπουλου,
«Παναγία η Σεπετιώτισσα στην ορεινή Ολυμπία – Συμβολή στην Ιστορία της», Αθήναι
1973, σ. 54, 55).
5. Είναι από τους πρώτους διδασκάλους των Σχολείων της «διδάσκαλος Ελληνικός – Γραμματικός». Διέμενε στην
Ανδρίτσαινα και η καταβολή του μισθού
του γινόταν από την Κυβέρνηση. (Ανέκδοτη κατάσταση εφημερίων Επισκοπής
Τριφυλίας και Ολυμπίας μετά την απελευθέρωση, Κυπαρισσία 22 Φεβρουαρίου
1835). Παραθέτουμε το ακόλουθο έγγραφο
του Δημάρχου Ανδρίτσαινας έτους 1890 που αφορά τον εορτασμό της μνήμης των
τριών Ιεραρχών – εορτή των ελληνικών Γραμμάτων, στο οποίο ο ιερομόναχος Δοσίθεος
Μιχαλακόπουλος αναγνωρίζεται
μεταξύ των ιδρυτών και ευεργετών των Σχολείων Ανδρίτσαινας.
Γράφει ο Φωτάκος: «Ούτος κατήγετο από το Ζυγοβίστι. Εμαθήτευσε πρότερον
εις την Ακαδημίαν της Κερκύρας, και κατά την αρχήν της Επαναστάσεως ευρέθη εις
την Ζάκυνθον, και ύστερον μετήρχετο τον Ελληνοδιδάσκαλον κατά την Ολυμπίαν, και
παρεκίνει τους ΄Ελληνας προς πόλεμον. Εγένετο γνωστός δια το εππάγγελμά του και
ηγαπάτο δια τούτο από τους ΄Ελληνας». Ο Ζυγοβιστινός διδάσκαλος εδίδαξε και στη
Σχολή της Δημητσάνας. (Χρήστος Ρέππας:
Ανδρίτσαινας σύμμεικτα ιστορικά έγγραφα, «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ», Δ΄./ 2004, 153 κ.ε. του Ευάγγελου Γιαννικόπουλου).
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΟΣ
ΝΟΜΑΡΧΙΑ
ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ
ΑΝΔΡΙΤΣΑΙΝΗΣ
Αριθ. 73.
Προς τον
Διευθυντήν
του ενταύθα Γυμνασίου κ. Παναγιώτην Αγιοσοφίτην
Κατ’
έτος την 30ήν τρέχοντος μηνός, επί τη επετείω μνήμη των Τριών Ιεραρχών,
τελείται εν τω ενταύθα καθεδρικώ Ιερώ
Ναώ, «΄Αγιος Νικόλαος» μνημόσυνον υπέρ των ψυχών των ιδρυτών και ευεργετών των
ενταύθα εκπαιδευτικών και βιβλιοθήκης καταστημάτων, Δοσιθέου Ιερομονάχου,
Νικολ. Παπαδήμου, Αγαθόφρονος Νικολοπούλου και Χαραλ. Χριστοπούλου και κατ’
έτος ( Σημείωση: το «κατ’ έτος » εδώ, αναφέρεται στη λειτουργία του Ελληνικού
Σχολείου και των Δημοτικών) ο προϊστάμενος του Συλλόγου των Διδασκάλων των
εκπαιδευτηρίων τούτων εξεφώνει τον κατάλληλον επί τη τελετή ταύτη λόγον.΄Οθεν,
γνωρίζων τούτο υμίν, σας παρακαλώ να τιμήσητε την τελετήν ταύτην δια της
παρουσίας Υμών και των λοιπών διδασκάλων και συνάμα εκφωνήσητε τον περί τούτου
λόγον.
Εν
Ανδριτσαίνη τη 23 Ιανουαρίου 1890(Τ.Σ.)
Ο Δήμαρχος Ανδριτσαίνης Ιωάννης Τσεκούρας.
*Εκφράζονται θερμές ευχαριστίες και πάλι προς τον σοφολογιότατο Καθηγητή του
Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Σπυρίδωνα Κοντογιάννη και στους περί αυτόν ελλογιμότατους συνεργάτες, κ. κ.
Παναγιώτη Αγγελόπουλο, Αγγελική Χατζηιωάννου και Φώτη Παπαγεωργίου για τις
διευκολύνσεις που παρείχαν στον γράψαντα κατά το διάστημα μελέτης του στο
Ι.Α.Σ., όπως και στους φιλότιμους υπαλλήλους του Αναγνωστηρίου των Γ. Α. Κ.
*Ιδιαίτερα «ευχαριστώ» χρεοστούνται και πάλι
στον Καθηγητή κ. Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλο – Διευθυντή της επετηρίδας «ΜΑΡΑΘΑ»
της γενέθλιας γης του Βλαχόρραφτη Αρκαδίας, και του περιοδικού «ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
Ο Ε΄» της τροφού τοπικής του Εκκλησίας ( Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως), υπό
τις ευλογίες του Μητροπολίτη κ. κ. Ιερεμία,
για τις ενέργειές του και τη
διάθεση σχετικών άλλων στοιχείων της ιστορικής
περιοχής στον υποφαινόμενο.